- καλεύμενος
- καλέωcallfut part mid masc nom sg (attic epic doric ionic)καλέωcallpres part mp masc nom sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μανερώς — Μανερῶς, ῶτος και Μανέρως, ωτος, ὁ (Α) είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού μοναχογιού τού πρώτου βασιλιά τής Αιγύπτου] … Dictionary of Greek